- αυτοκρατορία
- Μορφή μοναρχικής διακυβέρνησης μιας χώρας, που την ασκεί ο αυτοκράτορας, ανώτατος άρχοντας και απόλυτος μονάρχης. Η α. έχει έκταση μεγαλύτερη από το βασίλειο και, συνήθως, είναι ένωση κρατών. Ονομαστές α. ήταν η Ρωμαϊκή, η Βυζαντινή, η Α’ Γαλλική (Μέγας Ναπολέων), η Β’ Γαλλική (Ναπολέων Γ’), η Γερμανική, η Ρωσική, η Κινεζική, η Ιαπωνική, η Οθωμανική, η Βρετανική και εκείνη των Ινδιών, που ανήκε στο βρετανικό στέμμα.
Η λέξη, στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε αυτόν που είχε πληρεξουσιότητα να ενεργήσει όπως ήθελε (πρέσβεις αυτοκράτορες) και από αυτήν αποδόθηκε το λατινικό imperator. Στα χρόνια της Ρωμαϊκής α., ο Ρωμαίος imperator ήταν απλός πολιτικός. Επίσημα, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας ονομαζόταν Αύγουστος, αλλά στη γλώσσα του λαού λεγόταν Καίσαρ Αύγουστος, από τη φήμη του Ιουλίου Καίσαρα.
Στη Ρωσία ονομαζόταν τσάρος (από το λατινικό Καίσαρ). Ο Μέγας Κωνσταντίνος υπήρξε ο πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας.
* * *η (AM αὐτοκρατορία)μορφή μοναρχικής διακυβέρνησης, απόλυτη εξουσίαμσν.- νεοελλ.το μεγαλείο του αυτοκρατορικού αξιώματοςνεοελλ.1. έθνος ή χώρα που διοικείται από αυτοκράτορα2. σύνολο χωρών που κυβερνώνται από την ίδια εξουσία3. κάθε μεγάλο έθνος ή κράτος ανεξάρτητα από τη μορφή διακυβέρνησής του4. πανίσχυρος οικονομικός οργανισμός ή εταιρεία.
Dictionary of Greek. 2013.